Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
άοπλος
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄοπλος, -ον) αυτός που δεν έχει όπλα αρχ. 1. όποιος δεν είναιβαριά οπλισμένος 2. «ἅρμα ἄοπλον» — άρμαχωρίς δρέπανα 3. (για πλοίο) εκείνο που δεν είναι εξοπλισμένο ή έτοιμο για πόλεμο.