άπροικος

Greek Monolingual

κ. απροίκιστος (AM ἄπροικος, -ον)
ο χωρίς προίκα
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει ακόμη ετοιμάσει την προίκα
αρχ.
ο χωρίς μερίδιο.