μερίδιο
From LSJ
Greek Monolingual
το (ΑM μερίδιον, Μ και ἱμερίδι[ν] και μερίδι[ν])
μικρό μέρος, μικρή μερίδα
νεοελλ.-μσν.
μερίδα, μερτικό, το μέρος που αναλογεί σε κάποιον («πήρε μεγάλο μερίδιο από την κληρονομιά κι έτσι ζει πλουσιοπάροχα»)
μσν.
1. ομάδα, κατηγορία πληθυσμού
2. τμήμα στρατού
3. φρ. «κρατῶ μερίδι κάποιου» — είμαι με το μέρος κάποιου, τον υποστηρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μερίδ-ιον, υποκορ. του μερίς, -ίδος].