Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
άρακος
Greek Monolingual
ἄρακος, ο (Α) είδος οσπρίου, αρακάς. [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άγνωστης ετυμολογίας. Η σύνδεση με το λατ.arinca «είδος σιταριού» δεν θεωρείται πιθανή. Ο τ. μάλλον ανήκει στη σειρά των μικρασιατικής προέλευσης λέξεων της Ελληνικής που αναφέρονται στα όσπρια].