αρακάς

From LSJ

πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced

Source

Greek Monolingual

ο άρακος βοτ.
1. το φυτό πίσον το ήμερον και ο καρπός του, μπιζέλι, αράκι
2. το φυτό λάθυρος ο ήμερος, λαθούρι, φάβα.