ἄρραφος, -ον (AM)(για ένδυμα) ο χωρίς ραφή, ο μονοκόμματος («ἦν δὲ ὁ χιτὼν ἄρραφος», ευαγγ. Ιωάννης)αρχ.(για κρανίο) ο αρραφής.