Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
άσχιστος
Greek Monolingual
και άσκιστος, -η, -ο (AM ἄσχιστος, -ον) αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να σκιστεί ή να κοπεί νεοελλ. αυτός που δεν έχει άνοιγμα ή σχισμή αρχ. (για ζώα) μονόνυχος, μονόχηλος.