ἄσχιστος
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
ἄσχιστον,
A uncloven, of solid-hoofed animals, opp. σχιζόπους, Arist.Metaph.1038a14.
2 not curdled, γάλα Philum. ap. Orib.45.29.12.
II undivided, Pl.Ti.36d; πτερὸν ἄ. Arist.HA519a28; δάκτυλοι ib.517a32; φλέψ ib.513b13; of logical division, Pl.Sph. 221e.
2 indivisible by fission, Arist.Mete.385a16,386b26, cf. Opp. C.2.528; not liable to split, Thphr. Ign.72.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no dividido, περιφορά Pl.Ti.36d, πτερὸν ἄσχιστον ala de una sola pieza Arist.HA 519a28, ἄ. ... φλέψ vena sin ramificaciones Arist.HA 513b13, un apartado de una división lógica, Pl.Sph.221e
•no separado δάκτυλοι Arist.HA 517a32, οὐραῖον Arist.HA 504b17.
2 no hendido de la pezuña de ciertos anim., op. σχιζόπους Arist.Metaph.1038a14
•no abierto de conductos como orejas y narices en fetos, Arist.HA 584b5.
3 no cuajado, γάλα Philum. en Orib.45.29.12.
II 1que no se puede separar op. σχιστός Arist.Mete.385a16.
2 que no se puede hender o cortar la piel del elefante, Opp.C.2.528, un tipo de leña, Thphr.Ign.72.
3 indivisible la naturaleza divina, Gr.Nyss.Tres dei p.41.
German (Pape)
[Seite 382] ungespalten, Arist. meteor. 4, 13; ungetheilt, Plut. Tim. 36 d.
Greek Monolingual
και άσκιστος, -η, -ο (AM ἄσχιστος, -ον)
αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να σκιστεί ή να κοπεί
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει άνοιγμα ή σχισμή
αρχ.
(για ζώα) μονόνυχος, μονόχηλος.
Russian (Dvoretsky)
ἄσχιστος:
1 с нерасщепленным копытом, непарнокопытный (sc. ζῷον Arst.);
2 неразделившийся, неразделенный (ταὐτοῦ καὶ ὁμοίου περιφορά Plat.; δάκτυλοι Arst.);
3 неделимый Arst.