άτιτος

Greek Monolingual

ἄτιτος, -ον (Α)
1. αυτός που παραμένει ανεκδίκητος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α-στερ. + τίνω «πληρώνω, ανταποδίδω, εκδικούμαι»].