άτοκος

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄτοκος, -ον) τόκος
Ι. 1. ανίκανος για τεκνοποίηση, στείρος
2. αυτός που δεν έχει τεκνοποιήσει ακόμη
3. (για χρηματικά ποσά) εκείνος που δεν αποφέρει τόκο
αρχ.
όποιος δεν καταβάλλει τόκους στον δανειστή
II. επίρρ. άτοκα (AM ἀτόκως, Α και ἀτοκί και -κεί)
χωρίς τόκο.