άυλος
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄϋλος, -ον) ύλη
αυτός που δεν αποτελείται από ύλη, ασώματος, πνευματικός
νεοελλ.
αιθέριος, λεπτεπίλεπτος
μσν.
φρ.
1. «ἄϋλον φῶς» — θεϊκό φως
2. «ἄϋλοι μοναί» — η μέλλουσα ζωή
αρχ.
άνυλος, χωρίς δέντρα.
-η, -ο (AM ἄϋλος, -ον) ύλη
αυτός που δεν αποτελείται από ύλη, ασώματος, πνευματικός
νεοελλ.
αιθέριος, λεπτεπίλεπτος
μσν.
φρ.
1. «ἄϋλον φῶς» — θεϊκό φως
2. «ἄϋλοι μοναί» — η μέλλουσα ζωή
αρχ.
άνυλος, χωρίς δέντρα.