αιθέριος
From LSJ
Ψυχὴν ἔθιζε πρὸς τὰ χρηστὰ πράγματα → Ita tempera animum, ut rebus assuescat bonis → Gewöhne deine Seele nur an Nützliches
Greek Monolingual
-ια, -ιο (Α αἰθέριος, -ία, -ιον) αἰθήρ
αυτός που βρίσκεται ψηλά, στον αιθέρα
νεοελλ.
1. ο όμοιος με τον αιθέρα, λεπτός, άυλος, διαφανής, αέρινος
2. Χημ. αιθέρια έλαια
έλαια που βρίσκονται σε διάφορα μέρη τών φυτών
μσν.
υπέροχος
αρχ.
1. αυτός που ανήκει στον αιθέρα, ο ουράνιος
2. επίθ. του Διός.