άφυλλος

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄφυλλος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει φύλλα.
2. (με ενεργ. σημ.) αυτός που ρίχνει τα φύλλα, ο επιβλαβής στα φύλλα.