έγκυρος
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που έχει κύρος, αξιόπιστος, αυθεντικός («έγκυρες πληροφορίες»)
2. αυτός που έχει νομική ισχύ («έγκυρη διαθήκη»).
-η, -ο
1. αυτός που έχει κύρος, αξιόπιστος, αυθεντικός («έγκυρες πληροφορίες»)
2. αυτός που έχει νομική ισχύ («έγκυρη διαθήκη»).