έγχορδος

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔγχορδος, -ον)
1. αυτός που έχει χορδές
2. το ουδ. ως ουσ. τα έγχορδα
μουσικά όργανα με χορδές, σε αντίθεση με τα πνευστά.