ἔμφωνος, -ον (AM)1. αυτός που έχει φωνή, φωνητικός, φωνήεις2. αυτός που έχει δυνατή φωνή3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔμφωνοντο να διαθέτει κανείς απλώς φωνή ή δυνατή φωνή. επίρρ...εμφώνωςμεγαλοφώνως, με δυνατή φωνή.