απλώς

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132

Greek Monolingual

και απλά (AM ἁπλῶς) επίρρ.
απλά, φυσικά, απονήρευτα
αρχ.
1. κατά ένα και μόνο τρόπο
2. αφελώς, χωρίς επιτήδευση, ειλικρινά, καθαρά
3. απόλυτα, ανεξαίρετα.