ένδοθι

Greek Monolingual

ἔνδοθι (AM)
επίρρ. μέσα, εντός (α. «τὴν δ' ἔνδοθι τέμεν ἰοῦσαν», Ομ. Οδ.
β. «τῶν ἀνακτόρων ἔνδοθι»).