ένεροι

Greek Monolingual

ἔνεροι, οι (Α)
αυτοί που βρίσκονται μέσα στη γη, υποχθόνιοι, νεκροί («Ἀΐδης ἐνέροισιν ἀνάσσων», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Βλ. λ. ένερθε].