ένθεσμος
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔνθεσμος, -ον) εντίθημι
μσν.
ο αναγνωρισμένος από τους θεσμούς
αρχ.
1. ο κατά τους θεσμούς, έννομος, νόμιμος
2. έγκυρος, που ισχύει κατά τον νόμο, αναγνωρισμένος
3. αυτός που επιτρέπεται
4. (για πρόσ.) αυτός που δρα δίκαια, ο δίκαιος.
επίρρ...
ενθέσμως
νομίμως, δικαίως, με τρόπο έννομο.