έγκυρος

From LSJ

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που έχει κύρος, αξιόπιστος, αυθεντικός («έγκυρες πληροφορίες»)
2. αυτός που έχει νομική ισχύ («έγκυρη διαθήκη»).