Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ένορχος
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔνορχος, -ον) 1. αυτός που έχει όρχεις (σε αντίθεση με τον ευνουχισμένο) 2.εκείνος που έχει πλήρως ανεπτυγμένους ορχεις (σε αντίθεση με τον ανήλικο). [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ<εν+όρχιςκατά τα σε -ος].