έρημα

Greek Monolingual

(AM ἔρημα) έρημος
επίρρ. ερημικά, στη μοναξιάτάλας ἔρημα κλαίω», Ευρ.)
μσν.
άδικα, ανώφελα, μάταια («ἔδωκαν τὴν ἀπόφασιν ὅτι ἔρημα γυρεύει», Χρον. Mop.).