-ον και ένρυθμος, -ον (A ἔρρυθμος, -ον και ἔνρυθμος, -ον)αυτός που έχει ρυθμό, που γίνεται με ρυθμό, ο ρυθμικός («ἔρρυθμος λόγος»).[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < εν + ρυθμός, με αφομοίωση του -ν- προς το -ρ-].