ἔρρυθμος
Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr
English (LSJ)
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
rythmé, mesuré, cadencé.
Étymologie: ἐν, ῥυθμός.
German (Pape)
(für ἔνρυθμος), im Takte, nach dem Takte abgemessen, κίνησις Plut. Symp. 1.5.2, wo aber, wie in anderen Stellen bei DL. und andere Spätere, v.l. ἔνρυθμος ist.
Russian (Dvoretsky)
ἔρρυθμος: мерный, размеренный, ритмичный (κίνησις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔρρυθμος: -ον, = ἔνρυθμος, Πλούτ. 2. 623Β.
Greek Monolingual
-ον και ένρυθμος, -ον (A ἔρρυθμος, -ον και ἔνρυθμος, -ον)
αυτός που έχει ρυθμό, που γίνεται με ρυθμό, ο ρυθμικός («ἔρρυθμος λόγος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εν + ρυθμός, με αφομοίωση του -ν- προς το -ρ-].
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό ἐν + ρυθμός τοῦ ρέω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
rhythmic
Bulgarian: ритмичен; Catalan: rítmic; Chinese Mandarin: 節律的/节律的; Dutch: ritmisch; Finnish: rytmikäs; Galician: rítmico; Georgian: რიტმული; German: rhythmisch; Greek: ρυθμικός; Ancient Greek: ἔνρυθμος, ἔρρυθμος, ῥυθμικός, ῥύθμιος; Maori: manawataki; Portuguese: rítmico; Russian: ритмичный; Scottish Gaelic: ruitheamail; Slovene: ritmičen; Spanish: rítmico, acompasado, cadencioso; Welsh: rhythmig