ἔρρυθμος

From LSJ

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔρρυθμος Medium diacritics: ἔρρυθμος Low diacritics: έρρυθμος Capitals: ΕΡΡΥΘΜΟΣ
Transliteration A: érrythmos Transliteration B: errythmos Transliteration C: errythmos Beta Code: e)/rruqmos

English (LSJ)

ἔρρυθμον, = ἔνρυθμος (q.v.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
rythmé, mesuré, cadencé.
Étymologie: ἐν, ῥυθμός.

German (Pape)

(für ἔνρυθμος), im Takte, nach dem Takte abgemessen, κίνησις Plut. Symp. 1.5.2, wo aber, wie in anderen Stellen bei DL. und andere Spätere, v.l. ἔνρυθμος ist.

Russian (Dvoretsky)

ἔρρυθμος: мерный, размеренный, ритмичный (κίνησις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἔρρυθμος: -ον, = ἔνρυθμος, Πλούτ. 2. 623Β.

Greek Monolingual

-ον και ένρυθμος, -ον (A ἔρρυθμος, -ον και ἔνρυθμος, -ον)
αυτός που έχει ρυθμό, που γίνεται με ρυθμό, ο ρυθμικόςἔρρυθμος λόγος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εν + ρυθμός, με αφομοίωση του -ν- προς το -ρ-].

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό ἐν + ρυθμός τοῦ ρέω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

rhythmic

Bulgarian: ритмичен; Catalan: rítmic; Chinese Mandarin: 節律的/节律的; Dutch: ritmisch; Finnish: rytmikäs; Galician: rítmico; Georgian: რიტმული; German: rhythmisch; Greek: ρυθμικός; Ancient Greek: ἔνρυθμος, ἔρρυθμος, ῥυθμικός, ῥύθμιος; Maori: manawataki; Portuguese: rítmico; Russian: ритмичный; Scottish Gaelic: ruitheamail; Slovene: ritmičen; Spanish: rítmico, acompasado, cadencioso; Welsh: rhythmig