ἔχθος, τὸ (ΑΜ)μίσος, έχθρα, εχθρότητα («ἔχθεα λυγρά», Ομ. Ιλ.)αρχ.το αντικείμενο του μίσους ή της έχθρας («ὦ πλεῖστον ἔχθος ὄνομα Σαλαμῖνος κλύειν», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Βλ. λ. εχθρός].