εχθρότητα

From LSJ

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source

Greek Monolingual

η
εχθρική διάθεση, έχθρα, μίσος, απέχθεια, εχθρικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχθρός. Η λ. στον λόγιο τ. εχθρότης μαρτυρείται στον Στέφανο Κουμανούδη].