ἦτρον, το (Α)1. το υπογάστριο2. μτφ. το κοίλο μέρος χύτρας ή αγγείου3. η εντεριώνη, η ψίχα του καλαμιού.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Μετονοματικό παρ. του αθέματου τ. ήτορ «καρδιά»].