αβάσκαντος
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀβάσκαντος, -ον) βασκαίνω
1. αυτός που δεν βασκάνθηκε ή δεν μπορεί να βασκανθεί
2. αυτός που δεν βασκαίνει, δεν βλάπτει, δεν ματιάζει
(νεοελλ., το ουδ. ως ουσ.) το αβάσκαντο
το φυλαχτό που εμποδίζει τη βασκανία (πρβλ. αρχ. φυλακτήριον, περίαπτον).