αβδόμι

Greek Monolingual

το
οτιδήποτε είναι υπερβολικά αλμυρό, «λύσσα».
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μσν. ἀβδόμιον (= εντόσθια ψαριού ταριχευμένα) < λατιν. abdomen (= κοιλιά, ειδικότερα του τόνου)].