αγέστρατος
Greek Monolingual
ἀγέστρατος ο, η (Α)
αυτός που οδηγεί τον στρατό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγω + στρατός, όπως και τα ἀγέ-λαος, ἐλκε-χίτων, ἐχέ-φρων. Το ε του α’ συνθετ. είναι δυσερμήνευτο. Πιθ. προήλθε από την προστακτική ἄγε λαόν!, ἔλκε χιτώνα! κ.λπ. Με το ἄγος ως β’ συνθετ. σχηματίζονται επίσης σύνθετα, όπως στρατ- αγός, στρατ-ηγός κ.λπ.].