αγαθόπιστος

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που καλοπροαίρετα ή αβασάνιστα πιστεύει τα λόγια τών άλλων, εύπιστος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγαθὸς + πιστός < πείθω.