πιστός

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πιστός Medium diacritics: πιστός Low diacritics: πιστός Capitals: ΠΙΣΤΟΣ
Transliteration A: pistós Transliteration B: pistos Transliteration C: pistos Beta Code: pisto/s

English (LSJ)

(A), ή, όν, (πιπίσκω) ποτός, liquid; πιστά liquid medicines, draughts, A.Pr.480.

(B), ή, όν, (πείθω):
A Pass., to be trusted or to be believed:
I of persons, faithful, trusty, ἑταῖρος Il.15.331, etc.; φύλακες Hes.Th. 735; μάρτυρες Pi.P.1.88; Ζηνὶ πιστὸς ἄγγελος A.Pr.969, etc.: Comp. πιστότερος Th.5.108, Isoc.10.38: Sup. πιστότατος Ar.Pl.27: c. dat., πιστότατος δέ οἱ ἔσκε Il.16.147; ὁ πιστὸς ἡμῖν κἀγαθὸς καλούμενος S.Tr.541, cf. E.IA 153 (anap.), etc.: c. gen., τοῦ Φαλάνθου πιστόν τινα a trusted friend of P., Ergias ap.Ath.8.36of; πιστὸς πρὸς τὰ συμβόλαια Arist.Pol. 1283a33; οἱ πιστοί, in Persia, trusty councillors, X.An.1.5.15, cf. Hdt. 1.108 (Sup.); τάδε Περσῶν πιστὰ καλεῖται A.Pers.2 (anap.); so πιστὰ πιστῶν, = πιστότατοι, ib.681, cf. 528,979.
2 trustworthy, worthy of credit, Antipho 3.3.5 (Comp.), 5.3, Th.3.43. Adv., πιστῶς καὶ ἀδόλως IG12.90.14,17.
3 genuine, πιστὸς Ἀταλάντης γόνος S.OC1322; Θηρικλέους πιστὸν τέκνον, of a cup, Theopomp.Com.32.1; unmistakable, νόσοι πονηραὶ καὶ π. LXX De.28.59.
II of things, trustworthy, sure, ὅρκια π. Il.3.269, cf. Pi.O.11(10).6, etc.; τέκμαρ τῶνδε, τεκμήρια, μαντεῖα, A. Ag.272, 352, Th.66; τοῖσι Ἕλλησι ὡς πιστὰ δὴ τὰ λεγόμενα ἦν Hdt.8.83; ἔσται πιστὰ καὶ ἄδολα καὶ ἁπλᾶ ἅπαντα τὰ ἀπ' Ἀθηναίων Ῥηγίνοις IG12.51.11; οὐκέτι πιστὰ γυναιξίν no longer can one trust women, Od.11.456; βροτῶν δὲ π. οὐδέν S.Fr.667.3; οὐκ ἔχοντες τὴν ἐλπίδα… πιστὴν ἔτι no longer having such hope as could be relied on, Th.5.14; ὑπόληψις ἡ πιστοτάτη, of knowledge, Arist.Top.131a23.
2 deserving belief, credible, πιστὰ καὶ οἰκότα Hdt.6.82, cf. 8.80; π. ὑπόθεσις Pl.Phd. 107b; τοῦτο π. ἐκ τῆς ἐπαγωγῆς Arist.Cael.276a14; πιθανὸν καὶ πιστόν Id.Rh.1356b28; [λόγος] ἀποδεικτικὸς καὶ π. ib.1377b23.
III πιστόν, τό, as substantive, pledge, security, warrant, τὸ πιστὸν τῆς ἀληθείας S.Tr.398, etc.; τὸ πιστὸν τῆς ἐπιστήμης Th.6.72 (but τὸ πιστὸν τῆς καθ' ὑμᾶς πολιτείας its honesty, Id.1.68); τὸ πιστὸν ἔχοντες… κἂν περιγενέσθαι feeling confidence that... Id.1.141: freq. in plural, τὰ πιστὰ ποιέεσθαι, πίστιν ποιεῖσθαι, Hdt.3.8; πιστὰ θεῶν, of oaths, X.Cyr.4.2.7; ἐδώκαμεν καὶ ἐλάβομεν πιστά we gave and received pledges, c. fut. inf., Id.An.3.2.5, cf. 4.8.7, etc.; πιστὰ ἠξίου γενέσθαι Id.Cyr.7.4.3; τὰ πίστ' ἐδειξάτην A.Ag.651; στέργειν τὰ πιστὰ τῶνδε Id.Eu.673; τὰ π. ἐμαυτῷ τοῦ θράσους παρέξομαι E.Ph. 268.
B Act., believing, relying on, τινι Thgn.283, A.Pr.917, Pers.55 (anap.), S.OC1031; trustful, τῆς ἐλευθερίας τὸ πιστὸν Th.2.40, cf. Pl.Lg. 824; τινὶ τὸ πιστὸν νέμειν App.BC3.39.
2 obedient, loyal, τὴν τῶν Ἀθηναίων χώραν οἰκείαν καὶ π. ποιήσασθαι X.HG2.4.30.
3 faithful, believing, Act.Ap.16.1, IG3.3435.
C Adv. πιστῶς = with good faith, μὴ πιστῶς καταμαρτυρηθείς Antipho 2.4.7; loyally, D.3.26: Comp. πιστοτέρως Aen.Tact.22.17.
2 persuasively, in Comp., πιστότερον ἢ ἀληθέστερον Antipho 3.3.4; credibly, demonstrably, Pl.Epin.983e; unmistakably, κριθῆναι Gal.9.857.
3 with disposition to believe, D.34.49: Comp., πιστότερον πρὸς ἐκείνους ἢ πρὸς ὑμᾶς αὐτοὺς διακείμενοι Lys.18.15.

German (Pape)

[Seite 621] trinkbar, zum Trinken, neben βρώσιμος, Aesch. Prom. 478. 1) Passivisch; – a) von der Person, der man glauben, trauen kann oder muß, treu, zuverlässig, glaubwürdig; ἑταῖρος, Il. 15, 331, u. oft; πιστότατος δέ οἱ ἔσκε, Il. 16, 147; φύλακες, Hes. Th. 755; γένος θεῶν, Pind. N. 10, 54; μάρτυρες, P. 1, 88. 12, 27; ἄγγελος, Aesch. Prom. 971; Soph. O. R. 385. 1118; φύλαξ, O. C. 357; Eur. oft; εἰς ξυμμαχίαν, Thuc. 3, 11, vgl. 8, 9; Plat. Phaed. 89 d; φίλοι, Phaedr. 233 d; πρός τι, Arist. pol. 3, 13. Bei den Persern sind οἱ πιστοί eine Art vertraute Räthe, Xen. An. 1, 5, 15, vgl. ὦ πιστὰ πιστῶν, = πιστόταται, Aesch. Pers. 681. – Auch adv., πιστῶς τὰ πρὸς αὐτὸν διακείμενος, Pol. 3, 98, 5. – b) von Sachen, worauf man bauen kann, zuverlässig, sicher, glaubhaft; ὅρκια πιστά, Hom., wie Pind. Ol. 10, 6 N. 9, 16; οὐκέτι πιστὰ γυναιξίν, man darf den Weibern nicht mehr trauen, Od. 11, 456; σύμβολον πιστόν, Pind. Ol. 12, 8, wie τέκμαρ Aesch. Ag. 263; τεκμήρια, 543, u. öfter; ὁμιλία πιστὴ καὶ βέβαιος, Soph. Phil. 71; μαντεῖα, Tr. 77, u. sonst; πιστὰ καὶ οἰκότα, Her. 6, 82; πιστότερον ἢ ἀληθέστερον σύγκειται, Antipho 3 γ 4; πιστῷ καὶ βεβαίῳ χρήσασθαι λόγῳ, Plat. Tim. 49 b; εἰ πισταὶ ὑμῖν εἰσιν αἱ ὑποθέσεις, Phaed. 107 b; dah. τὸ πιστόν, = πίστις, Unterpfand der Treue, was Glauben giebt, Verbürgung, Aesch. Ag. 637 Eum. 643 Ch. 391; ἦ καὶ τὸ πι στὸν τῆς ἀληθείας νέμεις; Soph. Trach. 397; τὸ πιστὸν τόδε λόγων ἐμῶν δέχου, Eur. Or. 245; τὰ πίστ' ἐμαυτῷ τοῦ θράσους παρέξομαι, Phoen. 275, u. öfter; πιστὸν οὐδέν ἐστιν αὐτοῖς, Ar. Lys. 629; τὰ πιστὰ ποιεῖσθαι, = πίστιν ποιεῖσθαι, Her. 3, 8; πιστὰ δοῦναι καὶ λαβεῖν, Pfänder der Treue geben und empfangen, wodurch man sich gegenseitig verbürgt, Xen. An. 3, 2, 5 u. oft; Cyr. 3, 2, 23; πιστὰ ἠξίου γενέσθαι, 7, 4, 3, vgl. An. 2, 2, 10; auch πιστὰ θεῶν ποιεῖσθαι, einen Eid leisten, Cyr. 4, 2, 7; Sp. – 2) Akt., glaubend, trauend, sich auf Einen verlassend; Theogn. 283; τοῖς πεδαρσίοις κτύποις πιστός, Aesch. Prom. 919; Pers. 55; ἀλλ' ἔσθ' ὅτῳ σὺ πιστὸς ὢν ἔδρας τάδε, Soph. O. C. 1035; vgl. Pors. Eur. Hec. 1125. – Auch = folgend, gehorsam, Sp., wohin man auch zieht τὴν χώραν οἰκείαν καὶ πιστὴν ποιεῖσθαι Xen. Hell. 2, 4, 30.

French (Bailly abrégé)

1ή, όν :
A. qu'on peut croire, digne de foi :
I. en parl. de pers. sûr, honnête, loyal;
II. en parl. de choses sûr, croyable, vraisemblable : πιστὸν ἔχειν τι THC tenir qch pour croyable ou certain ; οὐκέτι πιστὰ γυναιξίν OD on ne peut plus se fier aux femmes ; τὸ πιστὸν τῆς πολιτείας καὶ ὁμιλίας THC la bonne foi dans les affaires publiques et les relations privées ; au pl. ὦ πιστὰ πιστῶν ESCHL ô le fidèle d'entre les fidèles;
III. fidèle : τινι à qqn ; subst. τὸ πιστόν :
1 confidence, secret;
2 foi, confiance τινος en qch;
3 ce qui donne confiance, garantie, caution : τὸ πιστὸν τῆς ἀληθείας νέμειν SOPH jurer de dire la vérité ; au pl. τὰ πιστὰ ποιέεσθαι XÉN se donner mutuellement des gages de sa foi, càd conclure un traité ; πιστὰ θεῶν ποιεῖσθαι XÉN se porter garant en prenant les dieux à témoin ; πιστὰ δοῦναι καὶ λαβεῖν XÉN se donner mutuellement des garanties ; πιστὰ ἔχειν παρά τινος XÉN avoir de qqn des gages de foi, des engagements ou des garanties ; πιστὰ ἠξίου γενέσθαι XÉN il demandait que caution lui fût donnée, il réclamait le serment de fidélité;
B. I. qui a foi, qui croit à ou en, τινι;
II. docile, soumis;
Cp. πιστότερος, Sp. πιστότατος.
Étymologie: R. Πιθ, lier ; v. πείθω.
2ή, όν :
qu'on peut boire, potable.
Étymologie: πιπίσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πιστός -ή -όν, adj. verb. van πιπίσκω, drinkbaar.
πιστός -ή -όν [~ πείθω] pass., wat vertrouwd wordt van pers. betrouwbaar, trouw:; πιστὸς ἐταῖρος trouwe makker Il. 15.331; met dat..; ὁ πιστὸς ἡμῖν... καλούμενος die trouw aan ons heet te zijn Soph. Tr. 541; subst..; οἱ πιστοί de vertrouwelingen Xen. An. 1.5.15; subst. τὰ πιστά betrouwbaarheid:. οὐκέτι πιστὰ γυναιξίν (er is) geen vertrouwen meer in vrouwen te stellen Od. 11.456. van zaken betrouwbaar, zeker:; φιλότητα καὶ ὅρκια πιστὰ ταμόντες vriendschap en betrouwbare eden sluitend Il. 3.73; subst. τὸ πιστόν betrouwbaarheid:; τὸ πιστὸν τῆς ἀληθείας νεμεῖς; ga jij echt de waarheid vertellen? Soph. Tr. 398; zekerheid, vertrouwen:; μετὰ τοῦ πιστοῦ τῆς ἐπιστήμης met het vertrouwen in hun kunde Thuc. 6.72.4; subst. τὰ πιστά garanties:; τὰ πίστ’ ἐμαυτῷ τοῦ θράσους παρέξομαι ik zal mijzelf de garanties van moed geven Eur. Phoen. 268; πιστὰ δοῦναι καὶ λαβεῖν garanties geven en krijgen Xen. An. 3.2.5; verdrag, afspraken:. τὰ πιστ’ ἐδειξάτην de twee demonstreerden hun afspraken Aeschl. Ag. 651; τὰ πιστὰ ποιέεσθαι een verdrag sluiten Hdt. 3.8.1. van pers. en zaken geloofwaardig, vertrouwenwekkend:; ὥστε δεῖν... τὸν τὰ ἀμείνω λέγοντα ψευσάμενον πιστὸν γενέσθαι zodat degene die de betere raad geeft, moet liegen om geloofwaardig te worden Thuc. 3.43.2; πιστὰ... τὰ λεγόμενα ἦν de woorden waren vertrouwenwekkend Hdt. 8.83.1; echt, eerlijk:; πιστὸς Ἀταλάντης γόνος de echte zoon van Atalanta Soph. OC 1322; ἔχετε οὖν ὧν λέγετε πιστόν τι ἡμᾶς διδάσκειν ὡς ἀληθεύετε; kunnen jullie ons dan een bewijs leveren van de dingen die jullie zeggen dat jullie de waarheid spreken? Xen. Cyr. 4.2.7; subst. τὸ πιστόν eerlijkheid:. τὸ πιστὸν... τῆς καθ’ ὑμᾶς αὐτοὺς πολιτείας de eerlijkheid die de politiek bij jullie zelf kenmerkt Thuc. 1.68.1. act., wie of wat vertrouwt vol vertrouwen:. ἔσθ’ ὅτῳ σὺ πιστὸς ὢν ἔδρας τάδε er is iets waarop jij vertrouwde, toen je dit deed Soph. OC 1031. christ. gelovig:; μὴ γίνου ἄπιστος ἀλλὰ πιστός wees niet ongelovig, maar gelovig NT Io. 20.27; subst.. οἱ πιστοί de gelovigen NT Act. Ap. 10.45. adv. πιστῶς in goede trouw, te goeder trouw:. πιστότερον πρὸς ἐκείνους meer in goede trouw aan hen Lys. 18.15; πράσσειν ὡς... πιστότατα zo trouw mogelijk doen Thuc. 1.129.1.

Russian (Dvoretsky)

πιστός: [adj. verb. к πιπίσκω годный для питья (sc. φάρμακον Aesch.).
πίστις, πείθω
1 верный, преданный, тж. достоверный, надежный (ἑταῖρος Hom.; φύλακες Hes.; μάρτυρες Pind.; τεκμήρια Aesch.; λόγος Arst.; δοῦλος NT);
2 вероятный, правдоподобный (ὑπόθεσις Plat.);
3 питающий уверенность, уверенный: τοξουλκῷ λήματι πιστοί Aesch. уверенные в меткости своих луков;
4 послушный, покорный (τὴν τῶν Ἀθηναίων χώραν πιστὴν ποιήσασθαι Xen.);
5 верный, верующий (πιστοὶ καὶ ἐπεγνωκότες τὴν ἀλήθειαν NT). - см. тж. πιστόν.

English (Autenrieth)

sup. πιστότατος: trusty, faithful; w. inf., Il. 16.147; neut. pl. as subst., πιστὰ γυναιξίν, ‘faith,’ ‘confidence,’ in, Od. 11.456.

English (Slater)

πιστός (-οί; -ά, -άς; -όν nom., acc., -ά acc.: πιστόταται.)
   a trusty, loyal, sure of people. καὶ μὰν θεῶν πιστὸν γένος (N. 10.54) παῖδα ποντίας Θέτιος βιατάν, πιστὸν ἕρκος Ἀχαιῶν (Pae. 6.85) πιστὰ δ' Ἀγασικλέει μάρτυς ἤλυθον ἐς χορὸν a girls' chorus speaks Παρθ. 2. 38. c. inf., “παῦροι δ' ἐν πόνῳ πιστοὶ βροτῶν καμάτου μεταλαμβάνειν” (N. 10.78) πολλοὶ μάρτυρες ἀμφοτέροις πιστοί (P. 1.88)
   b of things
   I ὕμνοι πιστὸν ὅρκιον μεγάλαις ἀρεταῖς (O. 11.6) σύμβολον δ' οὔ πώ τις ἐπιχθονίων ποστὸν εὗρεν θεόθεν (O. 12.8) (δόνακες) πιστοὶ χορευτᾶν μάρτυρες (P. 12.27) Ἐριφύλαν ὅρκιον ὡς ὅτε πιστόν, δόντες Οἰκλείδᾳ (N. 9.16) ἀλλὰ δίκας ὁδοὺς π[ις]τὰς ἐφίλη[ς.]ν (G-H: π[ά]σας Diehl) Παρθ. 2. . ἔσθ' ὅτε πιστόταται σιγᾶς ὁδοί (Bergk: -οτάταις ὁδοῖς codd.: -οτάτα ὁδός Sylburg) fr. 180. 2.
   II credible ἄπιστον ἐμήσατο πιστὸν ἔμμεναι (O. 1.31) πιστὸν δ' ἀπίστοις οὐδέν fr. 233
   c n. pl. pro adv. πιστὰ φρονέων with honest intent (O. 3.17)
   d n. s. pro subs, what is trustworthy μαστεύει δὲ καὶ τέρψις ἐν ὄμμασι θέσθαι πιστόν (Mommsen e Σ paraphr.: πιστά, πιστάν codd.: fort. -ον m. s.) (N. 8.44)

English (Strong)

from πείθω; objectively, trustworthy; subjectively, trustful: believe(-ing, -r), faithful(-ly), sure, true.

English (Thayer)

πιστή, πιστόν (πείθω (which see)) (from Homer down), the Sept. mostly for נֶאֱמָן;
1. trusty, faithful; of persons who show themselves faithful in the transaction of business, the execution of commands, or the discharge of official duties: δοῦλος, οἰκονόμος, διάκονος, ἀρχιερεύς, πιστός ἐν τίνι, in a thing, ἐπί τί, ἄχρι θανάτου, one who kept his plighted faith, worthy of trust; that can, be relied on: μάρτυςπιστός, καί ἀληθινός, added, that can be relied on: ὁ λόγος, οὗτοι οἱ λόγοι, πάσης ἀποδοχῆς ἄξιος added, τά ὅσια Δαυις τά πιστά (see ὅσιος, at the end), easily persuaded; believing, confiding, trusting (Theognis, Aeschylus, Sophocles, Plato, others); in the N.T. one who trusts in God's promises, ἄπιστος, one who has become convinced that Jesus is the Messiah and the author of salvation (opposed to ἄπιστος, see πιστεύω, 1b. γ. and πίστις, 1b.) (a believer): τῷ κυρίῳ, dative of the person in whom faith or trust is reposed, Lightfoot); οἱ πιστοί, substantively (see Lightfoot on Galatians, p. 157), ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ added (cf. Buttmann, 174 (152)), εἰς Θεόν κτλ. L T Tr text WH; πιστόν ποιεῖν τί, to do something harmonizing with (Christian) faith (R. V. a faithful work), 3 John 1:5.

Greek Monolingual

(I)
-ή, -ό / πιστός, -ή, -όν, ΝΜΑ
1. (με παθ. σημ.) αυτός στον οποίο μπορεί να έχει κανείς εμπιστοσύνη, πιστευτός, αξιόπιστος
2. (για πρόσ.) έμπιστος, ειλικρινής (α. «πιστός συνεργάτης» β. «τὸν δέ, Μενεσθῆος μεγάθυμου πιστὸν ἑταῖρον», Ομ. Ιλ.)
3. αυτός που έχει διάθεση για θρησκευτική πίστη, που πιστεύει στον θεό, ευσεβής
4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι πιστοί
άτομα αφοσιωμένα στη θρησκεία ή στο δόγμα που ακολουθούν και, κυρίως, οι αληθινοί χριστιανοί
(νεολλ.)
1. ακλόνητος, σταθερός σε κάτιπιστός στο καθήκον του»)
2. (για πρόσ. ή για ζώα) αφοσιωμένος (α. «πιστός σύζυγος» β. «πιστό σκυλί»)
3. ακριβής, πανομοιότυπος (α. «πιστή μετάφραση» β. «πιστό αντίγραφο»)
αρχ.
1. αληθινός, γνήσιος («πιστὸς Ἀταλάντης γόνος», Σοφ.)
2. (κυρίως για νόσο) αυτός που δύσκολα θεραπεύεται («πληγὰς μεγάλας καὶ θαυμαστὰς καὶ νόσους πονηρὰς καὶ πιστάς», ΠΔ)
3. (για πράγματα) αυτός στον οποίο μπορεί να πιστεύσει κανείς, βέβαιος, ασφαλής (α. «ταῦτα δὲ λέγων πιστά τε καὶ εἰκότα ἐδόκεε Σπαρτιήτῃσι λέγειν», Ηρόδ.
β. «πιθανὸν καὶ πιστόν», Αριστοτ.)
4. (με ενεργ. σημ.) (για πρόσ.) αυτός που πιστεύει, που έχει πεποίθηση σε κάποιον («πρὸς ταῦτα νυν θαρσῶν καθήσθω τοῖς πεδαρσίοις κτύποις πιστός», Αισχύλ.)
5. ευπειθής, υπάκουος
6. αλάθητος
7. (το αρσ. ή το ουδ. πληθ. ως ουσ.) οἱ πιστοί ή τὰ πιστά
έμπιστοι σύμβουλοι του βασιλιά τών Περσών
8. το ουδ. ως ουσ. τo πιστόν
i) εγγύηση, ασφάλεια
ii) πίστη, πεποίθηση
9. φρ. α) «πιστὰ πιστῶν»
(στους Πέρσες) (για τους συμβούλους του βασιλιά) εξαιρετικά πιστοί
β) «οὐκέτι πιστὰ γυναιξὶν» — δεν μπορεί κανείς να πιστέψει πλέον στις γυναίκες
γ) «βροτῶν πιστὸν οὐδέν» — καμιά πίστη δεν μπορεί να δοθεί στους ανθρώπους
δ) «οὐκ ἔχω τὴν ἐλπίδα πιστήν» — δεν έχω πια καμιά ελπίδα στην οποία να μπορώ να πιστέψω
ε) «ὑπόληψις ἡ πιστότατη» — η επιστήμη
στ) «τὰ πιστὰ ποιεῖσθαι» — η σύναψη συνθήκης με ανταλλαγή αμοιβαίων διαβεβαιώσεων και όρκων
ζ) «τὰ πιστὰ τῶν θεῶν» — οι όρκοι προς τους θεούς
η) «πιστὸν [ή πιστά] λαμβάνω καὶ δίδωμι» — παίρνω και δίνω εγγυήσεις, διαβεβαιώσεις.
επίρρ...
πιστώς / πιστῶς, ΝΜΑ, και πιστά Ν
1. με πίστη, με αξιοπιστία
2. με εμπιστοσύνη
νεοελλ.
1. με πλήρη ακρίβεια
2. με πλήρη αφοσίωση
αρχ.
1. με ειλικρίνεια
2. με ευπείθεια, υπακοή
3. πειστικά
4. με διάθεση για πίστη («τῆς ἐκείνου μαρτυρίας... πιστῶς ἀκούσεσθε», Δημοσθ.)
5. χωρίς λάθος, αλάθητα («πιστῶς κριθῆναι», Γαλ.)
6. εκκλ. ως πιστός
7. αποδεδειγμένα («πιστῶς θεῖα φαίνεσθαι γεγονέναι τὰ τοιαῦτα», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πιθ-τός < θ. πιθ- του πείθω, με συριστικοποίηση του -θ- πρό του τ- (πρβλ. πίστις). Για τη σημ. του πιστός, βλ. λ. πείθω).
(II)
-ή, -όν, Α
(ποιητ. τ.)
1. ο υγρός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πιστά
φάρμακα κατάλληλα για κατάποση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δευτερογενώς σχηματισμένος τ. < θ. πῑ- του πίνω με δυσερμήνευτο -σ- (πρβλ. πιστήρ, πίστρα, πισμός) + επίθημα -τός).

Greek Monotonic

πιστός: (Α), -ή, -όν (πίνω), υγρός· πιστά (ενν. φάρμακα), ρευστά, υγρά φάρμακα, αντίθ. προς βρώσιμα, σε Αισχύλ.
πιστός: (Β), -ή, -όν (πείθω)· Παθ., είμαι πιστευτός ή αξιόπιστος.
Α. I. 1. λέγεται για πρόσωπο, αξιόπιστος, έμπιστος, αληθινός, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ., Αττ.· στην Περσία οἱ πιστοί ήταν ιδιαίτεροι σύμβουλοι του βασιλιά, έμπιστοι και αγαπητοί από εκείνον, σε Ξεν.· πιστὰ πιστῶν = πιστότατοι, σε Αισχύλ.
2. αξιόπιστος, αυτός που αξίζει την εμπιστοσύνη σε Θουκ. κ.λπ.
II. 1. λέγεται για πράγματα, αξιόπιστος, σίγουρος, λέγεται για όρκους κ.λπ., σε Όμηρ. κ.λπ.· οὐκέτι πιστὰ γυναιξίν, δεν μπορεί κανείς να εμπιστευτεί τις γυναίκες περισσότερο, σε Ομήρ. Οδ.· ἐλπὶς πιστὴ λόγῳ, εγγυημένη με λόγο, σε Θουκ.
2. άξιος πίστεως, πιστός, πιθανός, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.
III. πιστόν, τό, ως ουσ. όπως το πίστις II, ενέχυρο, ασφάλεια, εγγύηση, βεβαιότητα, σε Σοφ. κ.λπ.· τὸ πιστὸν τῆς ἐλευθερίας, σε Θουκ.· τὸ πιστὸν ἔχοντες κἂν περιγενέσθαι, αισθάνονται σιγουριά ότι θα επιζήσουν, στον ίδ.· στον πληθ., τὰ πιστὰ ποιεῖσθαι = πίστιν ποιεῖσθαι, σε Ηρόδ.· πιστὰ θεῶν, λέγεται για όρκους, σε Ξεν.· πιστὸν ή πιστὰ δοῦναι καὶ λαβεῖν, δίνω και παίρνω εχέγγυα, ανταλλάσσω εγγυήσεις, στον ίδ. κ.λπ. Β. Ενεργ.,
1. όπως το πίσυνος, αυτός που πιστεύει, πεπεισμένος, βασισμένος σε, τινι, σε Θέογν., Αισχύλ. κ.λπ.
2. πειθαρχικός, σε Ξεν.
3. πιστός, αφοσιωμένος, σε Καινή Διαθήκη Γ. επίρρ. πιστῶς,
I. με καλή πίστη, πειστικά, σε Δημ.
II. με διάθεση για πίστη, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

πιστός: (Α), ή, όν, (πίνω) = ποτός, ὑγρός· πιστά, ῥευστὰ φάρμακα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ βρώσιμα, χριστά, Αἰσχύλ. Πρ. 480, πρβλ. Blomf. (488), καὶ ἴδε πιστικός (Α).

Middle Liddell

1 πίνω
liquid medicines, opp. to βρώσιμα, Aesch.
2 πείθω
A. pass. to be trusted or believed:
I. of persons, faithful, trusty, true, Il., Hes., Attic:—in Persia οἱ πιστοί were Privy-councillors, "trusty and well-beloved, " Xen.; πιστὰ πιστῶν = πιστότατοι, Aesch.
2. trustworthy, worthy of credit, Thuc., etc.
II. of things, trustworthy, sure, of oaths, etc., Hom., etc.; οὐκέτι πιστὰ γυναιξίν no longer can one trust women, Od.; ἐλπὶς πιστὴ λόγῳ warranted by reason, Thuc.
2. deserving belief, credible, probable, Hdt., Plat., etc.
III. πιστόν, οῦ, as substantive, like πίστις II, a pledge, security, warrant, certainty, Soph., etc.; τὸ π. τῆς ἐλευθερίας Thuc.; τὸ π. ἔχοντες κἂν περιγενέσθαι feeling confidence that they should survive, Thuc.:—in pl., τὰ πιστὰ ποιεῖσθαι = πίστιν ποιεῖσθαι, Hdt.; πιστὰ θεῶν, of oaths, Xen.; πιστόν or πιστὰ δοῦναι καὶ λαβεῖν to give and receive pledges, to interchange pledges, Xen., etc.
B. act. like πίσυνος, believing, trusting in, relying on, τινι Theogn., Aesch., etc.
2. obedient, Xen.
3. faithful, believing, NTest.
C. adv. πιστῶς, with good faith, persuasively Dem.
II. with disposition to believe, Dem.

Chinese

原文音譯:pistÒj 披士拖士
詞類次數:形容詞(66)
原文字根:相信(著) 相當於: (אֱמוּנָה‎) (אָמַן‎)
字義溯源:可信賴的,信賴的,相信的,可信靠的,信實的,是信的,有信的,是可信,可信的,信的人,信的婦女,信,信的,誠信,忠信的,忠心的,信主的,有忠心,信徒的;源自(ἐπισείω / πείθω)*=說服)。保羅在他給提摩太和提多的書信中,五次用這字(πιστός)=可信的)說:這話是可信的( 提前1:15; 3:1; 4:9; 提後2:11; 多3:8)。這乃示意說,神是可信的,神的話也是可信的;信神的話就是信那話成肉身的基督,信他是神的兒子
出現次數:總共(66);太(5);路(6);徒(4);林前(5);林後(2);加(1);弗(2);西(4);帖前(1);帖後(1);提前(11);提後(3);多(3);來(5);彼前(3);約壹(1);約叄(1);啓(8)
譯字彙編
1) 忠心(13) 太24:45; 太25:21; 太25:23; 路12:42; 路16:10; 路16:11; 路16:12; 路19:17; 林前7:25; 提前3:11; 來3:2; 來3:5; 約叄1:5;
2) 忠信的(11) 徒16:15; 林前4:17; 弗6:21; 西1:2; 西1:7; 西4:7; 西4:9; 提後2:2; 來2:17; 彼前5:12; 啓17:14;
3) 是信實的(5) 林前1:9; 林前10:13; 帖前5:24; 提前4:9; 來10:23;
4) 信實的(5) 林後1:18; 帖後3:3; 多1:9; 彼前4:19; 約壹1:9;
5) 忠信(5) 林前4:2; 啓1:5; 啓2:10; 啓2:13; 啓3:14;
6) 是可信的(4) 提前1:15; 提前3:1; 多3:8; 來11:11;
7) 忠心的(3) 太25:21; 太25:23; 路16:10;
8) 信的(3) 林後6:15; 提前6:2; 提前6:2;
9) 可信的(3) 提後2:11; 提後2:13; 啓21:5;
10) 信徒(2) 徒10:45; 提前4:12;
11) 是信的(1) 多1:6;
12) 信⋯的人(1) 提前4:3;
13) 誠信(1) 啓19:11;
14) 是可信(1) 啓22:6;
15) 信(1) 彼前1:21;
16) 有信的(1) 加3:9;
17) 信主的(1) 徒16:1;
18) 信實(1) 徒13:34;
19) 忠信者(1) 弗1:1;
20) 有忠心(1) 提前1:12;
21) 信徒的(1) 提前4:10;
22) 信的婦女(1) 提前5:16

English (Woodhouse)

certain, faithful, positive, sure, trustworthy, trusty, confident in, relying on, to be relied on, trusting to

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

fidus, fidelis, cui fides habetur, trustworthy, faithful, trusted, 1.128.7, 3.10.6, 3.43.2, 3.82.5, 3.92.2, 6.64.2, 6.85.1, 8.10.2, 8.51.3, 8.90.1,
COMP. 5.108.1, 8.12.1,
SUP. 1.132.5, 4.120.3,
certus, certain, sure, 1.141.5, 3.11.1.3.12.1, 3.40.1, 3.90.4, 4.85.6, 5.14.1, 6.33.1, 6.33.4, 8.48.4,
COMP. 2.89.5, 3.38.4, 4.126.5, fides, good faith, 1.68.1, 2.40.5, 6.72.4,
pignus fidei, pledge of good faith, 8.9.2.

Translations

faithful

Albanian: besnik; Arabic: وَفِيّ‎, مُخْلِص‎; Armenian: հավատարիմ; Azerbaijani: sadiq, sədaqətli, vəfalı; Bashkir: тоғро; Belarusian: верны; Bengali: বিশ্বস্ত, অনুগত; Bulgarian: верен, предан; Burmese: သစ္စာရှိ; Catalan: fidel, lleial; Chinese Mandarin: 忠實, 忠实; Czech: věrný; Danish: trofast; Dutch: getrouw; Esperanto: fidela; Estonian: ustav, truu; Finnish: uskollinen; French: fidèle, loyal; Friulian: fidêl; Galician: fiel, leal; Georgian: ერთგული; German: treu; Gothic: 𐍄𐍂𐌹𐌲𐌲𐍅𐍃; Greek: πιστός; Ancient Greek: πιστός; Hebrew: נֶאֱמָן‎; Hindi: निष्ठावान, वफ़ादार; Hungarian: hű, hűséges; Icelandic: trúr, tryggur; Ido: fidela; Indonesian: setia; Italian: fedele, ligio; Japanese: 忠実な; Kazakh: адал; Khmer: ចិត្តត្រង់; Korean: 충실하다; Kurdish Northern Kurdish: wefadar, dilsoz; Kyrgyz: ишенимдүү, динге ишенген, чынчыл, ишенчиликтүү, так; Ladin: fedel; Lao: ຊື່, ຊື່ຕົງ; Latgalian: teirserdeigs; Latin: firmus, fidelis, fidus; Latvian: godprātīgs, uzticīgs; Lithuanian: ištikimas; Low German: tro; Macedonian: верен; Malay: setia; Mongolian Cyrillic: үнэнч; Mongolian: ᠦᠨᠡᠨᠴᠢ; Norwegian Bokmål: trofast; Nynorsk: trufast; Old English: trīewe, ġetrīewe; Pashto: وفادار‎; Persian: وفادار‎‎; Polish: wierny; Portuguese: fiel, leal; Romagnol: fidél; Romanian: fidel, loial; Russian: верный, преданный; Sanskrit: निष्ठावान्, भक्त; Sardinian: fidele, fideli, fieli; Scottish Gaelic: dìleas; Serbo-Croatian Cyrillic: веран, вјеран; Roman: veran, vjeran; Sicilian: fideli; Slovak: verný; Slovene: zvest; Spanish: fiel, leal; Swedish: trogen; Tajik: вафодор; Telugu: నమ్మకమైన; Thai: ซื่อสัตย์, จงรัก, ซื่อตรง, ซื่อ; Turkish: sadakatli, sadık, vefakar, vefakâr, vefalı; Turkmen: wepaly; Ukrainian: ві́рний, ві́дданий; Urdu: وفادار‎‎; Uyghur: سادىق‎‎, ۋاپادار‎; Uzbek: sodiq, vafodor; Vietnamese: chung thủy; Welsh: fyddlon; Yiddish: טרײַ‎, געטרײַ‎

trustworthy

Arabic: ثِقَةٌ‎; Egyptian Arabic: امين‎; Armenian: վստահելի, հուսալի; Bashkir: ышаныслы, яуаплы; Belarusian: надзейны, дакладны; Bulgarian: заслужаващ доверие; Catalan: fidedigne, fiable; Chinese Mandarin: 可信, 可靠; Czech: důvěryhodný; Danish: troværdig; Dutch: betrouwbaar; Esperanto: fidinda; Finnish: luotettava, luottamuksen arvoinen; French: de confiance, digne de confiance, digne de foi, fiable; Galician: fidedigno, fiucego, confiábel; Georgian: სანდო, სანდომიანი, საიმედო, ნდობის ღირსი; German: vertrauenswürdig, glaubwürdig; Greek: αξιόπιστος; Ancient Greek: ἀληθινός, ἀξιόπιστος, ἀξιόχρεος, ἀξιόχρεως, βέβαιος, δόκιμος, ἔμπιστος, εὔπιστος, ἐχέγγυος, ἠθαῖος, ἠθεῖος, κεδνός, πιστευτός, πιστικός, πίστιος, πιστός, σαφής, φερέγγυος; Hungarian: megbízható; Irish: barántúil; Italian: affidabile, attendibile, credibile, fidato; Japanese: 頼もしい, 信頼できる, 着実; Khmer: គួរ​ឱ្យ​ទុកចិត្ត; Latin: fidus; Manx: barrantagh; Maori: horopū; Ngazidja Comorian: -aminifu; Norwegian: pålitelig, til å stole på; Bokmål: troverdig; Nynorsk: truverdig, påliteleg; Portuguese: confiável; Romanian: sigur, demn de încredere; Russian: надёжный, благонадёжный, достоверный, верный; Scottish Gaelic: earbsach; Spanish: fidedigno, fiable, de confianza, confiable, de fiar; Swedish: pålitlig, trovärdig; Tagalog: mapagkakatiwalaan, maaasahan; Telugu: విశ్వసనీయము, నమ్మదగిన; Thai: น่าไว้ใจ; Ukrainian: наді́йний, достові́рний