αγαλλίαση

Greek Monolingual

η (Α ἀγαλλίασις) ἀγαλλιῶ
μεγάλη, απερίγραπτη χαρά, ψυχική ευφροσύνη
(ιδιαίτερα στην εκκλησιαστική γλώσσα) η πνευματική ευφροσύνη που δίνει η απαλλαγή από τις αμαρτίες.