αγγλικός

Greek Monolingual

-ή, -ό
Άγγλος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αγγλία ή στους Άγγλους
2. αυτός που προέρχεται από την Αγγλία
3. (το θηλ. ή ο πληθ. του ουδ. ως ουσ.) η Αγγλική ή τα Αγγλικά
η αγγλική γλώσσα.