Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
αγιασμένος
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἡγιασμένος, -η, -ον) αγιάζω 1. (για πράγματα) αυτός που με θρησκευτική τελετή έγινε άγιος, ιερός 2. (για ανθρώπους) αυτός που άγιασε με την ενάρετη ζωή του.