αγκωναροδεσιά

Greek Monolingual

η και αγκωναροδέσι, το
1. σύνδεση αγκωναριών με σιδερένια ελάσματα
2. τμήμα οικοδομής χτισμένο με αγκωνάρια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αγκωνάρι + δένω].