αγκωνάρι

From LSJ

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source

Greek Monolingual

το
1. γωνία οικοδομήματος, τοίχου, θυρώματος κ.λπ. που εξέχει
2. ογκώδης λίθος, πελεκημένος σε σχήμα παραλληλογράμμου, που τοποθετείται στις γωνίες τών οικοδομημάτων
3. κάθε ογκώδης λίθος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αγκωνή.
ΠΑΡ. αγκωναρένιος, αγκωναριά.
ΣΥΝΘ. αγκωναροδεσιά].