αγκωνάρι
From LSJ
το
1. γωνία οικοδομήματος, τοίχου, θυρώματος κ.λπ. που εξέχει
2. ογκώδης λίθος, πελεκημένος σε σχήμα παραλληλογράμμου, που τοποθετείται στις γωνίες τών οικοδομημάτων
3. κάθε ογκώδης λίθος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αγκωνή.
ΠΑΡ. αγκωναρένιος, αγκωναριά.
ΣΥΝΘ. αγκωναροδεσιά].