Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
αγριολάχανο
Greek Monolingual
το (Α ἀγριολάχανον) συνήθως στον πληθ.τα αγριολάχανα άγρια λαχανικά και χόρτα του βουνού, κάθε άγριο φαγώσιμο χόρτο. [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ< μτγν. ἀγριολάχανον<ἄγριος+λάχανον.