αγριόφθαλμος

Greek Monolingual

-ο (Μ ἀγριόφθαλμος, -ον)
αυτός που έχει άγρια μάτια, αυτός που έχει άγριο βλέμμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγριος + ὀφθαλμός.