αγχίπολις

Greek Monolingual

ἀγχίπολις και ποιητ. ἀγχίπτολις (-εως), ο, η (Α)
αυτός που κατοικεί ή βρίσκεται κοντά στην πόλη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγχι + πόλις.