αγχίτοκος

Greek Monolingual

ἀγχίτοκος, -ον (Α)
1. γενικά, αυτός που βρίσκεται κοντά στον τοκετό
2. (για γυναίκες) επίτοκη, ετοιμόγεννη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγχι + τόκος.