ἀγχίτοκος
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
English (LSJ)
ον, near the birth, ὠδῖνες pangs of child-birth, Pi. Fr. 88.2, Nonn. D. 24.197; of a woman, AP 7.462 (Dionys.); νύμφαι Nonn. D. 8.12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sur le point d'enfanter.
Étymologie: ἄγχι, τίκτω.
German (Pape)
der Geburt nahe, ὠδῖνες Pind. frg. 58; Σατύρα Dionys. 8 (VII.462).
Russian (Dvoretsky)
ἀγχίτοκος:
1 близкая к родам (sc. γυνή Anth.);
2 родовой, испытываемый при родах (ὠδῖνες Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀγχίτοκος: -ον, πλησίον τοῦ τόκου, ἀγχ. ὠδῖνες, οἱ πόνοι τοῦ τοκετοῦ, Πινδ. Ἀπ. 58. 5· ἐπὶ γυναικός, ἡ ἐν τοῖς πόνοις τοῦ τοκετοῦ, ἑτοιμόγεννος, Ἀνθ. Π. 7. 462.
English (Slater)
ἀγχίτοκος, -ον near the time of birth ἁ Κοιογενὴς ὠδίνεσσι θυίοισ' ἀγχιτόκοις fr. 33d. 4.
Greek Monotonic
ἀγχίτοκος: -ον (τίκτω), αυτός που βρίσκεται κοντά στους πόνους του τοκετού· ἀγχίτοκοι ὠδῖνες, οξείς πόνοι, ωδίνες τοκετού, σε Ανθ.