αδερφικοασπάζομαι

Greek Monolingual

αδελφικοασπάζομαι και αδερφικοασπάζομαι
1. φιλώ αδελφικά, γλυκοασπάζομαι
2. στην επιστολογραφία χρησιμοποιείται ως χαιρετισμός μεταξύ συγγενών ή φίλων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αδελφικά + ασπάζομαι].