αδρομέρεια

Greek Monolingual

η αδρομερής
1. σύσταση ή έκθεση λόγου ή πράγματος σε αδρές, σε γενικές γραμμές
2. ένα από τα μέρη αυτής της μη λεπτομερειακής εκθέσεως.