αειδίνητος
Greek Monolingual
-η, -ο και -ος, -ο (AM ἀειδίνητος, -ον)
αυτός που περιστρέφεται διαρκώς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀεὶ + δινητός < δινῶ].
-η, -ο και -ος, -ο (AM ἀειδίνητος, -ον)
αυτός που περιστρέφεται διαρκώς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀεὶ + δινητός < δινῶ].