ἀειδίνητος

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀειδίνητος Medium diacritics: ἀειδίνητος Low diacritics: αειδίνητος Capitals: ΑΕΙΔΙΝΗΤΟΣ
Transliteration A: aeidínētos Transliteration B: aeidinētos Transliteration C: aeidinitos Beta Code: a)eidi/nhtos

English (LSJ)

[ῑ], ον, ever-revolving, ἄτρακτος, σφαῖρα, AP6.289 (Leon.), Nonn. D. 6.87.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῑ-]
que gira constantemente, ἄτρακτος AP 6.289 (Leon.), κύκλος Gr.Naz.M.37.780, cf. Anecd.Ludw.149.19, σφαῖρα Nonn.D.6.87, κίνησις Dion.Ar.CH 15.9.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tourne toujours.
Étymologie: ἀεί, δινέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀειδίνητος -ον ἀεί, δινέω altijd draaiend.

German (Pape)

[ῑ], sich stets umschwingend, ἄστρων ἀνάγκη Theo.Al. 4 (APP 39); ἄτρακτος Leon.T. 9 (VI.289); Nonn.

Russian (Dvoretsky)

ἀειδίνητος: (δῑ) вечно вращающийся (ἄτρακτος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀειδίνητος: [ῖ], -ον, ὁ ἀεὶ περιστρεφόμενος, Ἀνθ. Π. 6. 289.

Greek Monotonic

ἀειδίνητος: [ῑ], -ον (δινέω), αυτός που περιστρέφεται συνεχώς, σε Ανθ.

Middle Liddell

δινέω
ever-revolving, Anth.