αεριοπαραγωγός

Greek Monolingual


αυτός που παράγει αέριο (πρβλ. αεριογόνος).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αέριο + παραγωγός
απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. gas producer].