αεροπετής

Greek Monolingual

-ές (Α ἀεροπετής, -ές)
αυτός που έπεσε από τον αέρα, από τον ουρανό, ο ουρανοκατέβατος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀὴρ + πετής < πίπτω.