Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
αεροτροπισμός
Greek Monolingual
ο (Βιολ.) τροπισμός που προκαλείται από τον ατμοσφαιρικό αέρα. [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. aerotropism<aero- (< ελλ. αήρ, -έρος) +tropism (πρβλ. τροπισμός)].